- αγρότερος
- (I)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) [ἀγρός](για ζώα) άγριος, αδάμαστος, ατίθασος.————————(II)ἀγρότερος, -έρα, -ρον (Α) [ἄγρα]1. αυτός που αγαπά την άγρα, το κυνήγι, ο κυνηγός (κυρίως για τη νύμφη Κυρήνη).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγρότερος — wild masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρων — ἀγρότερος wild fem gen pl ἀγρότερος wild masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότερον — ἀγρότερος wild masc acc sg ἀγρότερος wild neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρη — ἀγρότερος wild fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρην — ἀγρότερος wild fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρης — ἀγρότερος wild fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροιο — ἀγρότερος wild masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροις — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροισι — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέροισιν — ἀγρότερος wild masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)